Πότε και πώς γίνεται το σωστό κλάδεμα της ελιάς. Ποια είναι τα πιο συχνά λάθη που πρέπει να αποφύγετε.
04.10.2023
Η ελιά ήταν ανέκαθεν ένα δέντρο με τεράστια ιστορική αλλά και οικονομική σημασία για τη χώρα μας. Θεωρητικά, μετά από τόσες γενιές ελαιοπαραγωγών που έχουν ζήσει από αυτό το δέντρο, θα έπρεπε να είχαμε εξασκήσει πλήθος εναλλακτικών επιλογών και να είχαμε καταλήξει στο βέλτιστο συνδυασμό καλλιεργητικών τεχνικών. Η πραγματικότητα όμως είναι διαφορετική. Η πλειοψηφία των παραγωγών δεν ενεργεί σωστά όσον αφορά την ελιά και δεν βασίζεται σε επιστημονικά στοιχεία συνδυασμένα με τις πρακτικές επιτυχημένων επαγγελματιών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα μη ορθής καλλιεργητικής πρακτικής που εφαρμόζεται στη ελιά είναι το κλάδεμα.
Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κατανοήσει ο παραγωγός πριν προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια κλαδέματος, είναι ο λόγος για τον οποίο ένα δέντρο ελιάς πρέπει να κλαδευτεί. Οι κύριοι λόγοι λοιπόν για τους οποίους κλαδεύουμε τις ελιές είναι:
Είναι πολύ σημαντικό να καταλάβουμε ότι δεν κλαδεύονται όλες οι ελιές με τον ίδιο τρόπο. Ακόμα και μέσα στον ίδιο ελαιώνα, είναι πιθανό να μη χρειάζονται όλα τα δέντρα την ίδια μεταχείριση. Το πότε και το πώς θα κλαδέψουμε μια ελιά εξαρτάται κυρίως :
Υπάρχουν δύο βασικά είδη κλαδέματος, κάθε ένα από τα οποία πραγματοποιείται σε διαφορετικό χρόνο και έχει εντελώς διαφορετικό σκοπό.
Το κλάδεμα διαμόρφωσης αποτελεί το σύνολο των τομών που γίνονται στο δέντρο, με σκοπό να δημιουργηθεί ένα σχήμα που θα εξυπηρετεί τους στόχους του παραγωγού. Το κλάδεμα αυτό πραγματοποιείται στα πρώτα χρόνια ζωής του δέντρου. Σε αυτό το στάδιο είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι δεν καρατομούμε το δέντρο με αυστηρά κλαδέματα, διότι αυτό θα αντιδράσει καθυστερώντας αρκετά να μπει στην παραγωγική φάση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, είναι καλό να αφήνεται το δέντρο χωρίς καμία ενέργεια έως το δεύτερο ή και τρίτο έτος της ηλικίας του, μέχρι να δημιουργήσει ένα ισχυρό ριζικό σύστημα.
Υπάρχουν πολλά σχήματα διαμόρφωσης, ωστόσο τα πιο διαδεδομένα είναι:
Αυτό είναι ίσως το πιο διαδεδομένο σύστημα διαμόρφωσης σε πολλές ελαιοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας. Ουσιαστικά επιλέγονται 2-4 (ανάλογα με την ποικιλία) κλαδιά τα οποία θα αποτελέσουν τους βασικούς βραχίονες του δέντρου. Ο κάθε βραχίονας ιδανικά θα πρέπει να έχει περί τα 10 εκατοστά υψομετρική διαφορά από τον άλλο. Στη συνέχεια για κάθε κύριο βραχίονα επιλέγονται 2 δευτερεύοντες έτσι ώστε να έχουμε τελικά 6-8 δευτερεύοντες.
Το σχήμα αυτό προσφέρει αρκετά πλεονεκτήματα καθώς επιτρέπει στο φως και τον αέρα να διεισδύσει στο εσωτερικό του δέντρου με άνεση.
Τα χαμηλά σχήματα παρουσιάζουν αρκετά σημαντικά πλεονεκτήματα ώς προς το χρόνο ένταξης του δέντρου σε καρποφορία, ο οποίος είναι σύντομος, καθώς και ως προς και στην αυξημένη παραγωγή καρπού. Επιπλέον, η συγκομιδή γίνεται γρήγορα και εύκολα μειώνοντας το κόστος για τον παραγωγό. Ωστόσο, μειονεκτούν έναντι των πιο υψηλών σχημάτων ως προς την ευχέρεια των μηχανικών επεμβάσεων και της συλλογής καρπού από το έδαφος.
Σε αυτό το σχήμα η διακλάδωση του κορμού ξεκινά χαμηλά, στα 30-40 εκ από το έδαφος. Επιλέγονται 2-3 (ανάλογα με την ποικιλία) κλαδιά τα οποία θα αποτελέσουν τους βασικούς βραχίονες του δέντρου. Στη συνέχεια για κάθε κύριο βραχίονα επιλέγονται 2 δευτερεύοντες.
Το σχήμα αυτό δημιουργείται ως εξής: Τα πρώτα 5-6 χρόνια δεν γίνεται καμία επέμβαση στο δέντρο. Μετά από αυτό το διάστημα, ο παραγωγός αφαιρεί μόνο τους ασθενικούς ή μη παραγωγικούς κλάδους, και μειώνει το ύψος των κορυφών που υπερβαίνουν τα 3 μέτρα.
Σε αυτό το σχήμα διατηρείται ένας κύριος κορμός ο οποίος ξεκινά να διακλαδώνεται αρκετά χαμηλά. Εδώ διατηρούνται 2 εως 5 κύριοι βραχίονες σε γωνία 45 μοίρες με τον κορμό .
Με τον όρο κλάδεμα καρποφορίας, εννοούμε όλα αυτά τα κλαδέματα που πραγματοποιούνται μετά τη βασική διαμόρφωση του δέντρου και εφόσον αυτό έχει μπει σε παραγωγική ηλικία. Αυτό που προσπαθούμε να πετύχουμε με το κλάδεμα καρποφορίας δεν είναι τίποτε άλλο από αυτο που προδίδει η λέξη, την προώθηση της καρποφορίας του δέντρου. Προσπαθούμε με απλά λόγια να κάνουμε το δέντρο να μας δώσει περισσότερη και ποιοτικότερη παραγωγή κάθε χρόνο, την οποία θα μπορέσουμε να συγκομίσουμε πιο εύκολα.
Για να μπορέσουμε ωστόσο να κάνουμε κάτι τέτοιο θα πρέπει να έχουμε μια βασική γνώση της φυσιολογίας του συγκεκριμένου δέντρου. Η ελιά καρποφορεί σε οφθαλμούς που φύονται στις μασχάλες των βλαστών που δημιουργήθηκαν την προηγούμενη χρονιά. Δηλαδή πρακτικά, αν ένας βλαστός εκπτύσσεται φετος την άνοιξη, τότε δεν θα δώσει καρπό φέτος το φθινόπωρο αλλά του χρόνου το φθινόπωρο. Επιπλέον, οι βλαστοί που θα δώσουν καρπό έχουν συνήθως πάνω τους βλάστηση μεγαλύτερη των 5 εκατοστών (συνηθως 15-30 εκατοστά).
Υπάρχει ωστόσο ένα πρόβλημα. Η ελιά, όπως και πολλά άλλα καρποφόρα δέντρα, παρουσιάζει ένα φυσιολογικό φαινόμενο, κατα το οποίο, δίνει αυξημένη παραγωγή τη μία χρονιά και μειωμένη, αν όχι μηδενική την επόμενη. Το φαινόμενο αυτό ονομάζεται παρενιαυτοφορία. Το δέντρο παράγει αυξημένη ποσότητα καρπού τη μία χρονιά εναποθέτωντας όλη την ενέργεια που έχει αποθηκεύσει κατά τη διάρκεια της χρονιάς, στην παραγωγή αυτή. Ως αποτέλεσμα, το φυτό εξασθενεί, και προσπαθεί τη χρονιά που έπεται της μεγάλης παραγωγής, να σταματήσει κάθε διαδικασία παραγωγής καρπών προσπαθώντας να αντικαταστήσει αυτά τα θρεπτικά που έχασε και να παράξει εκ νέου μεγάλη ποσότητα την τρίτη πλεον χρονιά.
Αυτό μπορεί να είναι ενεργειακά ωφέλιμο για το φυτό, αλλά όχι και για τον παραγωγό ο οποίος θέλει σταθερή παραγωγή κάθε χρόνο. Άρα θα πρέπει να βρούμε ένα τρόπο να ισορροπήσουμε αυτή την κατάσταση. Να μειώσουμε ελαφρώς την παραγωγή της μιας χρονιάς ώστε να αυξηθεί η παραγωγή και της επόμενης. Παρόλο που η κατάσταση αυτή δεν μπορεί να αποφευχθεί πλήρως, καθώς είναι βασική λειτουργία του φυτού, μπορεί να μειωθεί σημαντικά. Πώς; Με τις κατάλληλες καλλιεργητικές τεχνικές που περιλαμβάνουν σωστή άρδευση, σωστή λίπανση και για να έρθουμε και στο αντικείμενο του άρθρου μας, με σωστό κλάδεμα.
Είναι σημαντικό να εντοπίσουμε και να εξαλήψουμε τα λάθη που γίνονται πολύ συχνά στο κλάδεμα.
Εδώ παρουσιάζονται αναλυτικά:
Το βασικότερο λάθος που γίνεται στην Ελλάδα είναι η συνήθης πρακτική του κλαδέματος παράλληλα με τη συγκομιδή. Όλοι μας έχουμε βρεθεί σε ελαιώνες όπου ο παραγωγός είτε λόγω έλλειψης γνώσης, είτε λόγω της επιθυμίας του να τελειώνει με την ελιά γρήγορα, καρατομεί όποιον κλάδο έχει φορτίο, δηλαδή όποιο κλαδί φαίνεται ότι έχει αρκετές ελιές, έτσι ώστε να το περάσει από το μηχάνημα συλλογής που βρίσκεται στο έδαφος, το οποίο ξεχωρίζει ελιές από φύλλα και σπασμένους βλαστούς. Αυτή η τεχνική είναι ό,τι χειρότερο μπορεί να κάνει κάποιος σε ένα δέντρο ελιάς. Τα πράγματα είναι πολύ απλα. Ας δούμε το δέντρο σαν ένα εργοστάσιο παραγωγής ενέργειας. Τα φύλλα του δέντρου συγκεντρώνουν ενέργεια από τον ήλιο με σκοπό το δέντρο να τη μεταφέρει στα μέρη του φυτού που την έχουν ανάγκη. Δύο είναι οι βασικές λειτουργίες στις οποίες χρειάζεται περισσότερη ενέργεια το δέντρο μας. Πρώτον η παραγωγή βλαστών και δεύτερον η παραγωγή καρπών. Οι δύο αυτές λειτουργίες δρουν ανταγωνιστικά, δηλαδή όταν δίνεται ενέργεια για τη μία αφαιρείται ενέργεια από την άλλη. Εμάς μας ενδιαφέρει στην παρούσα φάση το να δώσει το δέντρο την ενέργειά του για την παραγωγή καρπών.
Το δέντρο, όταν τραυματιστεί ή αποκοπεί ένα τμήμα του, ξεκινά άμεσα τη διαδικασία αποκατάστασής του. Όπως είναι λογικό, αυτό για να γίνει χρειάζεται μεγάλα ποσά ενέργειας. Όταν λοιπόν αφαιρούμε ένα μεγάλο κομμάτι, έναν χοντρό κλάδο από το δέντρο, του δίνουμε αμέσως σήμα για να σταματήσει κάθε διαδικασία παραγωγής καρπού και να δώσει την ενέργειά του στην ανανέωση του κλάδου αυτού. Αυτό που κάνει λοιπόν είναι μεταξύ άλλων να δημιουργεί τα λεγόμενα λαίμαργα. Επιπλέον, κατά τη χρονιά που η ελιά είναι φορτωμένη με καρπό, το δέντρο έχει μεταφέρει όλη του την ενέργεια στους καρπούς και έχει καταναλώσει πολύτιμους πόρους για να το κάνει. Μόλις αφαιρεθεί ο καρπός, το δέντρο θα χρησιμοποιήσει τα φύλλα του για να παράξει εκ νέου ενέργεια και να κάνει κι άλλο καρπό το επόμενο έτος. Αν εμείς πάμε και μαζί με τον καρπό του αφαιρέσουμε κλάδους με πλούσιο φύλλωμα, ουσιαστικά του καταστρέφουμε τις μηχανές συλλογής ενέργειας, υποθηκεύοντας την επόμενη χρονιά. Τη λιγοστή ενέργεια που θα παραχθεί από το φύλλωμα που αφήσαμε, το δεντρο θα τη δώσει για να παράξει ξανά τους βλαστούς που του αφαιρέσαμε. Αυτό τι σημαίνει πρακτικά; Την επόμενη χρονιά θα πάρουμε πολύ ή μικρή ή ακόμη και μηδαμινή παραγωγή
Επόμενο συχνό λάθος είναι ότι οι περισσότεροι κλαδεύουν αυστηρά την εποχή της μεγάλης καρποφορίας και πολύ ελαφρά τη χρονιά της μειωμένης παραγωγής. Εφόσον θέλουμε να έχουμε και την “κακή” χρονιά κάποια παραγωγή θα πρέπει να κάνουμε το εντελώς αντίθετο. Να αφήσουμε δηλαδή το δέντρο να αναπαυτεί μετά τη συγκομιδή, επεμβαίνοντας μόνο με ελαφρά κλαδέματα, (κλαδοκάθαρο) αφαιρώντας κυρίως τους γηρασμένους κλάδους, κάποια αλληλοκαλυπτόμενα κλαδιά και πιθανώς κάποια λαίμαργα, πάντα με μικρές τομές. Το κανονικό κλάδεμα θα πρέπει να γίνει την επόμενη χρονιά, τη χρονια της μειωμένης παραγωγής. Είναι σημαντικό να ξέρουμε ότι η παρενιαυτοφορία μπορεί να μειωθεί με τις κατάλληλες τεχνικές όπως είπαμε, αλλά όχι να εξαλειφθεί πλήρως γιατί είναι θέμα της φυσιολογίας του δέντρου.
Είναι λοιπόν πολύ σημαντικό να ξέρουμε πότε είναι η ιδανική περίοδος για να προχωρήσουμε στο κλάδεμα της ελιας. Εμείς θα αναλύσουμε και τις συνήθεις πρακτικές που γίνονται από τους περισσότερους, αλλά και το πότε πραγματικά πρέπει να γίνεται.
Από την έρευνα που πραγματοποίησε η συντακτική ομάδα του Wikifarmer, συνάγονται τα εξής: Σε αρκετές περιπτώσεις, ο ελαιοκαλλιεργητής διαμένει σε κάποιο αστικό κέντρο και μεταβαίνει κατά την περίοδο συγκομιδής στον τόπο που βρίσκεται ο ελαιώνας. Εκεί, με αγωνία προσπαθεί να βρει ένα συνεργείο έτσι ώστε να συγκομίσει αλλά και να κλαδέψει ταυτόχρονα τις ελιές. Θέλει να τελειώνει και τις δύο αυτές καλλιεργητικές διεργασίες (συγκομιδή και κλάδεμα) με τα λιγότερα δυνατά μεροκάματα και στο μικρότερο δυνατό χρόνο, καθώς τον περιμένουν επαγγελματικές και οικογενειακές υποχρεώσεις στην πόλη. Στην περίπτωση αυτή, κλαδεύει μαζί με τη συγκομιδή (Οκτώβριο-Δεκέμβριο στις περισσότερες περιπτώσεις), που όπως έχουμε εξηγήσει δεν ενδείκνυται.
Η δεύτερη κατηγορία ελαιοκαλλιεργητών είναι full time αγρότες και διαμένουν συνήθως κοντά στον τόπο του ελαιώνα. Στην περίπτωση αυτή, βλέπουμε ότι η περίοδος κλαδέματος διαφέρει σε σχέση με τους “part time” καλλιεργητές και πολλές φορές συμπίπτει με αυτό που είναι επιστημονικά σωστό. Ας δούμε κάποια παραδείγματα:
Στην Αταλάντη Φθιώτιδας, ελιές ποικιλίας Καλαμών (βρώσιμες) κλαδεύονται τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου σε σχήμα κύπελλο με ποδιές. Τον Ιούλιο ακολουθεί καθάρισμα λαίμαργων και σε περίπτωση μεγάλης καρπόδεσης καθαρίζονται και ποδιές για να επιτευχθεί μεγαλύτερο μέγεθος καρπού.
Στην Ανατολική Λάρισα, ποικιλίες Κορωνέικη και Μεγάρων ηλικίας 9 και 10 ετών κλαδεύονται Μάρτιο-Απρίλιο σε σχήμα κυπέλλου, αφήνονται ποδιές, διατηρείται χαμηλό ύψος, ενώ αφαιρούνται λαίμαργοι και εσωτερικά κλαδιά που εμποδίζουν. Στις Κορωνέικες, γίνεται μια επέμβαση πάλι τον Ιούνιο αφαιρώντας την υπερβολική βλάστηση. Στο τέλος, ο καλλιεργητής ψεκάζει με χαλκούχο σκεύασμα και βάφει τις μεγάλες τομές.
Στο Ηράκλειο αλλά και στα Χανιά της Κρήτης, το κλάδεμα των επαγγελματιών λαμβάνει χώρα από τον Ιανουάριο έως το Μάρτιο. Μάλιστα, αρκετοί καλλιεργητές στην Κρήτη δήλωσαν ότι όσο πιο κοντά στον Ιανουάριο τόσο το καλύτερο.
Στο νομό Αρκαδίας, ποικιλίες Μεγαρίτικη και Κορωνέικη κλαδεύονται Μάρτιο, με αφαίρεση λαίμαργων κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο. Στον Πύργο της Ηλείας, από την έρευνά μας, το κλάδεμα από επαγγελματίες καλλιεργητές λαμβάνει χώρα περίπου μέσα Μαρτίου. Στην περιοχή της Αττικής, στις περισσότερες περιπτώσεις λαμβάνει χώρα από μέσα Ιανουαρίου μέχρι μέσα Φεβρουαρίου εννοείται σε μη βροχερές ημέρες.
Το κλάδεμα καλό είναι να μη γίνεται μαζί με τη συγκομιδή το φθινόπωρο. Θα πρέπει να γίνεται μεταξύ του τέλους του χειμώνα και πριν την έναρξη της ανθοφορίας. Σε πεδινές περιοχές χωρίς κίνδυνο παγετών, το κλάδεμα μπορεί να ξεκινήσει το χειμώνα. Ωστόσο, το χειμωνιάτικο κλάδεμα, πριν δηλαδή από την έκπτυξη (σκάσιμο) των οφθαλμών είναι πολύ επικίνδυνο σε ορεινές περιοχές λόγω της μεγάλης πιθανότητας παγετού. Ο παγετός μας ενδιαφέρει γιατί καθυστερεί την επούλωση με αποτέλεσμα σοβαρή ζημιά σε όλο τον κλάδο. Επιπλέον οι αυξημένες βροχοπτώσεις αυτή την περίοδο καθιστούν τις πληγές των τομών επιρρεπείς σε μυκητολογικές προσβολές.
Παρόλα αυτά, η καθυστέρηση του κλαδέματος την άνοιξη μπορεί να αποβεί καταστροφική. Αν το φυτό έχει ήδη αρχίσει τη διαδικασία άνθισης, το κλάδεμα θα απομακρύνει φυτικό ιστό στον οποίο έχουν ήδη αποθηκευτεί θρεπτικά συστατικά που χρειάζεται το φυτό για την καρπόδεση.
Όπως είδαμε στην πράξη, αρκετοί παραγωγοί, κυρίως επιτραπέζιων ποικιλιών, πραγματοποιούν επίσης ένα δεύτερο πολύ ελαφρύ καλοκαιρινό κλάδεμα, στο οποίο σωστά αφαιρούν κυρίως λαίμαργους και παράριζους βλαστούς.
Ο πιο κρίσιμος παράγοντας για τον καθορισμό της συχνότητας κλαδέματος των ελαιόδεντρων είναι ο ρυθμός ανάπτυξης του φυτού την τρέχουσα καλλιεργητική περίοδο. Συνήθως, οι παραγωγοί κλαδεύουν κάθε χρόνο. Ωστόσο το ετήσιο κλάδεμα δεν συνιστάται σε όλες τις περιπτώσεις και ποικιλίες. Για ορθόκλαδες ζωηρές ποικιλίες ή ποικιλίες που παρουσιάζουν ευαισθησία σε μυκητολογικές ασθένειες, είναι προτιμότερο να κλαδεύουμε ελαφρά κάθε χρόνο, έτσι ώστε οι μεν να διατηρούνται σε κατάλληλο ύψος και οι δε να αερίζονται επαρκώς. Ορισμένες επιτραπέζιες ποικιλίες κλαδεύονται επίσης κάθε χρόνο για βελτίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών του καρπού (λιγότεροι αλλά μεγαλύτεροι).
Εφόσον έχουμε κανονική ανάπτυξη του δέντρου (το δέντρο δεν είναι άρρωστο, γερασμένο, καχεκτικό) το κλάδεμα μπορεί να γίνει ανά δεύτερο έτος. Μάλιστα, υπάρχουν αρκετές διεθνείς μελέτες που δείχνουν ότι σημαντική αύξηση της καρποφορίας επιτυγχάνεται όταν το κλάδεμα πραγματοποιείται χρονιά παρά χρονιά, και πάντα τη χρονιά της μειωμένης απόδοση καρπού του δέντρου. Τα ελαιοπαραγωγικά δέντρα είναι εξαιρετικά ανεκτικά και μάλιστα παρουσιάζουν καλύτερα αποτελέσματα σε διετή κλαδέματα απ ότι σε ετήσια.
Δεν είναι όλοι οι ελαιώνες ίδιοι, ούτε όλα τα δέντρα μεγαλώνουν κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Γι’ αυτό είναι λογικό να χρειάζονται διαφορετικούς χειρισμούς.
Σε ποτιστικούς και γόνιμους ελαιώνες, τα δέντρα είναι κατά κανόνα αρκετά ζωηρά επειδή υπάρχει επάρκεια θρεπτικών στοιχείων και νερού τόσο για την υπάρχουσα καρποφορία, όσο και για τη δημιουργία της νέας καρποφόρας βλάστησης. Έτσι είναι εφικτό να παράγεται συνεχώς νέα βλάστηση παράλληλα με την παραγωγή καρπού. Γι αυτό το λόγο αρκετοί παραγωγοί πραγματοποιούν ένα ελαφρύ κλάδεμα για να εμποδίσουν τα δέντρα να ξεφύγουν σε μέγεθος. Επίσης πραγματοποιούν κλαδοκάθαρο τη χρονιά με υπερ-καρποφορία, με σκοπό να επιτευχθεί καλύτερος αερισμός και φωτισμός της κόμης. Πιθανόν να χρειάζεται αραίωση της παραγωγής κυρίως στις επιτραπέζιες ποικιλίες με σκοπό την παραγωγή λιγότερου αλλά μεγαλύτερου σε μέγεθος καρπού. Αραίωση καρπών είναι η τεχνική μέσω της οποίας αφαιρούμε κάποιους υπανάπτυκτους ή κακοσχηματισμένους καρπούς αρκετά νωρίς, έτσι ώστε να ενθαρρύνουμε το δέντρο να αφιερώσει τους πόρους σε λιγότερους αλλά μεγαλύτερους καρπούς στη συνέχεια. Σε αρκετά καρποφόρα δέντρα πραγματοποιείται η τακτική της αραίωσης, βέβαια συμβαίνει με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα σε δέντρα όπως μηλιά και αχλαδιά, και πολύ λιγότερο στην ελιά.
Είναι καλό να μην πραγματοποιούμε αυστηρά κλαδέματα σε τέτοια ελαιόδεντρα γιατί το δέντρο θα δώσει πολλαπλούς λαίμαργους τους οποίους δεν θα μπορούμε να διαχειριστούμε, με αποτέλεσμα μείωση της παραγωγής.
Σε ξηρικούς ή / και άγονους ελαιώνες τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά. Τα δέντρα είναι συνήθως λιγότερο ζωηρά, γι’αυτό πραγματοποιείται ένα ελαφρώς αυστηρότερο κλάδεμα, ώστε να περιορίζεται όση φυλλική επιφάνεια δεν είναι λειτουργική και να εξοικονομούνται θρεπτικά στοιχεία και νερό για νέα καρποφόρα βλάστηση το επόμενο έτος.
Τα κλαδέματα δεν θα πρέπει να είναι βαριά. Βαριά κλαδέματα συνιστώνται μόνο σε περιπτώσεις όπου πρέπει να γίνουν αλλαγές στο σχήμα του δέντρου, ή ανανέωση των κλάδων οι οποίοι παρουσιάζουν μειωμένη ανάπτυξη λόγω πιθανώς της χρόνιας εγκατάλειψης ενός δέντρου.
Γενικά, τη χρονιά της μειωμένης παραγωγής, αφαιρείται περίπου 20% – 25% του συνολικού όγκου της κόμης και όχι περισσότερο εκτός αν υπάρχει σοβαρός λόγος (προσβεβλημένοι ιστοί). Το κλάδεμα γίνεται με μικρές τομές αφαιρώντας μόνο ό,τι χρειάζεται και όχι ολόκληρους κλάδους. Στα ετήσια κλαδέματα γίνεται μόνο ελαφρό κλαδοκάθαρο 10% – 15% του συνολικού όγκου φυλλώματος, αφαιρώντας μόνο καχεκτικά αδύναμα κλαδιά.
Τα κλαδιά που αφαιρούνται είναι:
Οι τομές του κλαδέματος δεν πρέπει να είναι μεγάλες. Σε περίπτωση όμως που αναγκαστούμε να πραγματοποιήσουμε μεγάλες τομές, πάντα επαλείφουμε τις τομές με ειδική αλοιφή, ενώ καλό θα ήταν μετά το κλάδεμα να γίνεται ψεκασμός με χαλκούχο σκεύασμα για την προστασία του δέντρου (συμβουλευτείτε τον τοπικό σας αδειούχο γεωπόνο). Είναι πολύ σημαντικό όλα τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται να απολυμαίνονται αν είναι δυνατόν και μετά από κάθε δέντρο, ώστε να μη μεταδοθεί κάποια ασθένεια από το ένα δέντρο στον άλλο. Επιπλέον, οι τομές θα πρέπει να γίνονται υπό γωνία, έτσι ώστε να απομακρύνονται τα υγρά, και αρκετά κοντά (όχι κολλητά) στο σημείο ένωσης με τον πλευρικό κλάδο. Η επούλωση των πληγών μπορεί να καθυστερήσει εάν η τομή γίνει πολύ κοντά ή πολύ μακριά από τον κύριο άξονα. Η καθυστέρηση αυτή αυξάνει το ρίσκο μόλυνσης από παράσιτα και ασθένειες καταστροφικές για το φυτό.
Δεν θα πρέπει να αφήνουμε ακλάδευτα τα δέντρα μας για πάνω από τρία χρόνια. Ο μη περιορισμός της βλάστησης θα έχει ως αποτέλεσμα την ανεξέλεγκτη κατακόρυφη ανάπτυξη του δεντρου, πράγμα που θα μας δυσκολέψει πολύ στη συγκομιδή. Επιπλέον, το δέντρο θα προσπαθεί να θρέψει την μεγάλη του βλάστηση μειώνοντας την παραγωγή. Τέλος, είναι πιθανό να έχουμε έξαρση μυκητολογικών ασθενειών λόγω μη σωστού αερισμού του δέντρου. Αν το δέντρο μεγαλώσει πολύ τότε τα πράγματα είναι αρκετά δύσκολα ως προς την επαναφορά του.
Γενικά, αν κάποιος παραγωγός είναι μπερδεμένος σχετικά με το κλάδεμα της ελιάς υπάρχουν κάποιοι απλοί κανόνες που μπορεί να ακολουθήσει.
Όσον αφορά το κλάδεμα διαμόρφωσης, κατά τα πρώτα δηλαδή χρόνια χρόνια του δέντρου, χρησιμοποιούνται ειδικά ψαλίδια.
Όσον αφορά το κλάδεμα καρποφορίας, χρησιμοποιούνται κατά κόρον αλυσοπρίονα, είτε βενζινοκίνητα είτε ηλεκτρικά. Επίσης, όλοι οι εμπλεκόμενοι στο κλάδεμα της ελιάς κρατούν μαζί τους μικρά εργαλεία, για τις λεπτές επεμβάσεις που δεν επιδέχονται αλυσοπρίονο. Το επαναφορτιζόμενο κλαδευτήρι ASA 85 με τεράστια δύναμη κοπής είναι ένα ισχυρό και αξιόπιστο εργαλείο με περίβλημα αλουμινίου, εργονομικές λαβές ρυθμιζόμενο άνοιγμα λεπίδας και μοχλό πολλαπλών λειτουργιών.
Ο ελαιοκαλλιεργητής πρέπει να λάβει υπόψη του τη μορφολογία και τις ανάγκες των δέντρων, καθώς και περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα έχει η επιλογή του εκάστοτε αλυσοπρίονου. Κατ’ αρχάς, τα σύγχρονα αλυσοπρίονα είναι καλό να ζυγίζουν όσο το δυνατόν λιγότερο, καθώς τα βαριά μηχανήματα αυξάνουν κατά πολύ τον κίνδυνο ατυχήματος, ιδιαίτερα κατά τη στιγμή που ο κλαδευτής βρίσκεται πάνω σε σκάλα. Επίσης, τα σύγχρονα αλυσοπρίονα πρέπει να εκπέμπουν όσο το δυνατόν λιγότερους ρύπους. Το νέο MS 150 TC-E της STIHL, με βάρος μόλις 2,6 kg και 1,3 Hp, αποτελεί την ιδανική λύση για το κλάδεμα της ελιάς. Διαθέτει σύστημα εύκολης εκκίνησης ErgoStart, αλυσίδα 1/4 » Picco με εξαιρετική απόδοση κοπής, επαγγελματικό αντιδονητικό σύστημα και κινητήρα 2-ΜΙΧ με 20% λιγότερη κατανάλωση καυσίμου και 70 % λιγότερη εκπομπή καυσαερίων σε σύγκριση με τους δίχρονους κινητήρες χωρίς τεχνολογία 2-MIX. Για τους ελαιοκαλλιεργητές που έχουν περιορισμένο αριθμό δέντρων και κλαδεύουν μόνοι τους χωρίς βοήθεια από εξειδικευμένο συνεργείο, η σειρά επαναφορτιζόμενων αλυσοπρίονων MSA της STIHL μοιάζει η καλύτερη επιλογή. Τα μηχανήματα αυτά είναι αθόρυβα, δυνατά, αποτελεσματικά και είναι ιδανικά για όσους θέλουν να δουλεύουν αποδοτικά, με ησυχία και χωρίς ρύπους.
Ακόμη, σε εξουσιοδοτημένα καταστήματα θα βρείτε τηλεσκοπικά αλυσοπρίονα STIHL, μέσω των οποίων το κλάδεμα της ελιάς μπορεί να γίνει πιο ασφαλές, καθώς αποφεύγουμε σε αρκετές περιπτώσεις να ανέβουμε σε σκάλα. Αυτά τα «αλυσοπρίονα σε κοντάρι» επιτρέπουν την κοπή των κλαδιών από το έδαφος. Το STIHL HT 103 με τηλεσκοπικό σωλήνα φτάνει σε ύψος περίπου 5 μέτρων (ξεπερνά κατά πολύ δηλαδή τις ανάγκες κλαδέματος του ελαιόδεντρου). Το ηλεκτρικό τηλεσκοπικό αλυσοπρίονο HTE 60 αποδεικνύεται χρήσιμο κοντά στο σπίτι και σε περιοχές με ευαισθησία στον θόρυβο. Τέλος, το επαναφορτιζόμενο αλυσοπρίονο με τηλεσκοπικό σωλήνα ΗΤΑ 85 μοιάζει να έχει σχεδιαστεί ειδικά για τις ανάγκες του μέσου Έλληνα ελαιοκαλλιεργητή. Είναι ελαφρύ και δυνατό, με αλυσίδα 1/4″ PM3 για εξαιρετικά καλή συμπεριφορά κατά την εκκίνηση της τομής και καλή απόδοση κοπής, χαμηλές δονήσεις και αθόρυβη λειτουργία, για χρήση σε περιοχές κατοικίας. Διατίθεται με πλήρη εξοπλισμό με πλευρικό τεντωτήρα αλυσίδας, έχει συνολικό μήκος από 270 έως 390 cm, και βάρος 4,9 kg.
Πηγή: wikifarmer.com/el